δῶμα

δῶμα
(δώματι, δῶμα); -άτων, -ασιν), -ατα).)
1 house, home
a of deities. ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς Olympos O. 1.42πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” the temple of Apollo at Delphi P. 4.53 ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (Ἡρακλέα sc.: i. e. among the homes of the gods) N. 1.71

Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.2

οἷς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (τὸν Ἅιδην. Σ) I. 8.55 ]Κρόνιον δῶμ' ἀγλαο[ Πα. 7C. a. 6. pl. pro sing., “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοιςP. 9.56
b of mortals. κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν in the palace of Agamemnon P. 4.113 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί before the palace of the kings of Cyrene P. 5.96 παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας δώματ ἐσελθών the homes of the Hyperboreans P. 10.32

ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.3


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δῶμα — house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • δώμα — το 1. διαμέρισμα, μέρος σπιτιού. 2. επίπεδη στέγη σπιτιού που χρησιμοποιείται ως ταράτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δώμασ' — δώ̱μασι , δῶμα house neut dat pl δώμᾱσαι , δωμάω build aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δώμᾱσα , δωμάω build aor ind act 1st sg (doric aeolic) δώμᾱσε , δωμάω build aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμαθ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώματ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”